κεντητής

κεντητής
ο, θηλ. κεντήστρα και κεντήτρα και κεντήτρια και κεντίστρα (ΑΜ κεντητής) [κεντώ]
νεοελλ.
1. τεχνίτης που ασκεί την τέχνη τού κεντήματος
2. το θηλ. κεντήστρα
α) γυναίκα που συνήθως κατ' επάγγελμα ασχολείται με το κέντημα
β) μτφ. γυναίκα που έχει την κακή συνήθεια να πειράζει με δηκτικά λόγια τους άλλους, τσούχτρα
μσν.
αυτός που τρυπάει με κεντρί
αρχ.
τεχνίτης που κατασκευάζει ψηφιδωτά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κεντητής — ο θηλ. κεντήτρια και κεντήτρα και κεντίστρα αυτός που ασκεί την τέχνη του κεντήματος: Είναι καλή κεντίστρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεντητοῦ — κεντητής mosaic worker masc gen sg κεντητός embroidered masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντητῶν — κεντητής mosaic worker masc gen pl κεντητός embroidered fem gen pl κεντητός embroidered masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντητά — κεντητά̱ , κεντητής mosaic worker masc nom/voc/acc dual κεντητής mosaic worker masc voc sg κεντητής mosaic worker masc nom sg (epic) κεντητός embroidered neut nom/voc/acc pl κεντητά̱ , κεντητός embroidered fem nom/voc/acc dual κεντητά̱ , κεντητός …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενυφάντης — ἐνυφάντης, ο (θηλ. ἐνυφάντρια) (Α) αυτός που ενυφαίνει μια διακόσμηση, ο ποικιλτής, ο κεντητής …   Dictionary of Greek

  • κεντήστρα — η θηλ. τού κεντητής* …   Dictionary of Greek

  • κεντήτρα — η βλ. κεντητής …   Dictionary of Greek

  • κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • πλουμάριος — ο, θηλ. πλουμάρισσα, Α κεντητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plumarius «ποικιλτής»] …   Dictionary of Greek

  • πτεριστής — ὁ, Α πιθ. διακοσμητής, κεντητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν, εφόσον έχει τη σημ. «διακοσμητής»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”