κεντητής — ο θηλ. κεντήτρια και κεντήτρα και κεντίστρα αυτός που ασκεί την τέχνη του κεντήματος: Είναι καλή κεντίστρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντητοῦ — κεντητής mosaic worker masc gen sg κεντητός embroidered masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντητῶν — κεντητής mosaic worker masc gen pl κεντητός embroidered fem gen pl κεντητός embroidered masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντητά — κεντητά̱ , κεντητής mosaic worker masc nom/voc/acc dual κεντητής mosaic worker masc voc sg κεντητής mosaic worker masc nom sg (epic) κεντητός embroidered neut nom/voc/acc pl κεντητά̱ , κεντητός embroidered fem nom/voc/acc dual κεντητά̱ , κεντητός … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενυφάντης — ἐνυφάντης, ο (θηλ. ἐνυφάντρια) (Α) αυτός που ενυφαίνει μια διακόσμηση, ο ποικιλτής, ο κεντητής … Dictionary of Greek
κεντήστρα — η θηλ. τού κεντητής* … Dictionary of Greek
κεντήτρα — η βλ. κεντητής … Dictionary of Greek
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
πλουμάριος — ο, θηλ. πλουμάρισσα, Α κεντητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. plumarius «ποικιλτής»] … Dictionary of Greek
πτεριστής — ὁ, Α πιθ. διακοσμητής, κεντητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν, εφόσον έχει τη σημ. «διακοσμητής»] … Dictionary of Greek